Η απόφαση δέχεται αίτημα αποκατάστασης ηθικής βλάβης ιδιώτη καταναλωτή με βάση το Ν.2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, και κυρίως για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 10 του 2251/1994 τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών της εναγομένης εταιρείας. Το άρθρο 10 εφαρμόζεται καταρχήν μόνο σε συλλογικές αγωγές ενώσεων καταναλωτών. Λιγοστή νομολογία (μεταξύ άλλων και η συγκεκριμένη απόφαση) και θεωρία κάνουν ορθώς δεκτή την αναλογική εφαρμογή αυτού του άρθρου και σε αγωγές ιδιωτών καταναλωτών.
Τα πραγματικά περιστατικά:
Ιδιώτης επισκέφθηκε εμπορικό πολυκατάστημα και κατανάλωσε από το εστατόριο που εκμεταλλευόταν η ίδια εταιρεία που εκμεταλλευόταν και το πολυκατάστημα, τρόφιμα που περιείχαν κομμάτια γυαλιού. Μετά την διαπίστωση του γεγονότος ο ιδιώτης νοσηλέυτηκε για εξετάσεις σε νοσοκομείο και ακολούθησε σχετική αγωγή. Αίτημα της αγωγής ήταν η αποκατάσταση της οικονομικής και ηθικής βλάβης που υπέστη.
Η απόφαση δέχεται αίτημα αποκατάστασης ηθικής βλάβης ιδιώτη καταναλωτή με βάση το Ν.2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, και κυρίως για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 10 του 2251/1994 τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών της εναγομένης εταιρείας. Το άρθρο 10 εφαρμόζεται καταρχήν μόνο σε συλλογικές αγωγές ενώσεων καταναλωτών. Λιγοστή νομολογία (μεταξύ άλλων και η συγκεκριμένη απόφαση) και θεωρία κάνουν ορθώς δεκτή την αναλογική εφαρμογή αυτού του άρθρου και σε αγωγές ιδιωτών καταναλωτών.
Αριθμός απόφασης 4988/2011
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Μαΐου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Της καλούσας – ενάγουσας: Ε.Κ. … η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Σπυροπούλου
Των καθ’ ων η κλήση εναγομένων: 1) Της …. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Μ», η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της …. β) Του Μ.Φ. … ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο
Η ενάγουσα με την από 15-6-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5818/15-6-2009 ένδικη κλήση ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-11-2006 αγωγή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10485/11-12-2006, εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 24-10-2007, οπότε και ματαιώθηκε, νόμιμα δε επαναφέρεται προς συζήτηση με την ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 3-3-2010 οπότε και αναβλήθηκε κατά την δικάσιμο της 18-10-2010 και τέλος για την παρούσα δικάσιμο
Β. Της καλούσας – προσεπικαλούσας: Της ….. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Μ», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της …..
Της καθ’ ης η κλήση και καθ’ης η προσεπίκληση: Της εταιρείας με την επωνυμία «G»… , η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της …
Η καλούσα προσεπικαλούσα με την από 20-1-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1073/4-2-2010 ένδικη κλήση ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-9-2007 προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση, που κατατέθηκε [….] νόμιμα δε επαναφέρεται προς συζήτηση με την ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 18-10-2010, οπότε και αναβλήθηκε κατά την παρούσα δικάσιμο.
Γ. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «G»….[…], υπέρ της …. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Μ».
Καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση Ε.Κ. …., η οποία η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Σπυροπούλου
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί να γίνει δεκτό το από 25-8-2010 δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9230/17-9-2010, εγγράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε για την παρούσα δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνούνται και συνεκδικάζονται λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά που τηρήθηκαν διά φωνοληψίας και στις προτάσεις τους
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: Α) Δυνάμει της από 15-6-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5818/15-6-2009 ένδικης κλήσης η από 20-11-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10485/11-12-2006 αγωγή της Ε.Κ. που προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 24-10-2007, οπότε και ματαιώθηκε, νόμιμα δε επαναφέρεται προς συζήτηση με την ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 3-3-2010 οπότε και αναβλήθηκε κατά τη δικάσιμο της 18-10-2010 και τέλος για την παρούσα δικάσιμο, Β) Δυνάμει της από 20-1-2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1073/4-2-2010 ένδικης κλήσης η από 17-9-2007 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8057/24-9-2007 προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία «Μ» που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21-2-2008 οπότε και ματαιώθηκε νόμιμα δε επαναφέρεται προς συζήτηση με την ένδικη κλήση που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο 18-10-2010 και κατόπιν αναβολής για την παρούσα δικάσιμο, Γ) το από 25-8-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9230/17-9-2010 δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «G» που προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για την παρούσα δικάσιμο. Οι ως άνω αγωγή, προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση και το δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας διότι αφορούν το ίδιο βιοτικό γεγονός (την επικαλούμενη ευθύνη του παραγωγού από τη θέση σε κυκλοφορία προϊόντος μη παρέχοντος ασφάλεια), συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποτρέπεται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (31 παρ. 3, 246 ΚΠολΔ).
Α. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2251/1994 «για την προστασία του καταναλωτή» ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται στο ελάττωμα του προϊόντος του. Ως παραγωγός θεωρείται ο κατασκευαστής του τελικού προϊόντος καθώς και κάθε πρόσωπο που εμφανίζεται ως παραγωγός του προϊόντος, επιθέτοντας σε αυτό την επωνυμία, το σήμα ή άλλο διακριτικό γνώρισμα. Όποιος εισάγει ένα προϊόν για πώληση στα πλαίσια της επαγγελματικής του εμπορικής δραστηριότητας ευθύνεται όπως ο παραγωγός. Για να γεννηθεί η ευθύνη του παραγωγού ή του εισαγωγέα απαιτείται να προκληθεί στον καταναλωτή ζημία οφειλόμενη αιτιωδώς σε ελάττωμα του προϊόντος.
Ελαττωματικό είναι το προϊόν αν δεν παρέχει την εύλογα αναμενόμενη ασφάλεια ενόψει όλων των ειδικών συνθηκών και ιδίως της εξωτερικής εμφάνισής του, της εύλογα αναμενόμενης χρησιμοποίησής του και του χρόνου κατά τον οποίο τέθηκε σε κυκλοφορία (άρθρο 6 παρ. 5).
Ο ίδιος νόμος στο άρθρο 14 παρ. 5 δεν αποκλείει τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ο ζημιωθείς με βάση τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης του κοινού δικαίου (συρροή αξιώσεων). Ειδικότερα η αξίωση του τελευταίου μπορεί να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, με την προϋπόθεση της υπαίτιας παραβίασης εκ μέρους του παραγωγού της υποχρέωσης πρόνοιας ή ασφάλειας, από την οποία προέκυψε το ελάττωμα του πράγματος που προκαλεί τη ζημιογόνο προσβολή εννόμου αγαθού. Στο προστατευτικό πεδίο του εν λόγω νόμου όμως δεν περιλαμβάνεται και η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του καταναλωτή, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί μόνον επί των κοινών διατάξεων του Α.Κ. για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 932 αυτού) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών.
Περαιτέρω σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ που ρυθμίζει το υποκειμενικό βάρος απόδειξης, με βάση την αρχή ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αυτοτελούς αίτησης ή ανταίτησής του, επί αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη από αδικοπραξία, ο ενάγων οφείλει κατ’ αρχήν να επικαλεσθεί όλα τα στοιχεία του κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ δηλαδή εκτός από άλλα και την υπαιτιότητα του εναγομένου ή των προστηθέντων του. Ειδικά όμως επί αγωγής καταναλωτή κατά του παραγωγού ελαττωματικού προϊόντος για επιδίκαση τέτοιας ικανοποίησης ενόψει του ότι αυτός είναι ξένος προς τη διαδικασία παραγωγής του ελαττωματικού προϊόντος και για το λόγο αυτόν, δε είναι σε θέση να αποδείξει αιτία του ελαττώματος, που εμπίπτει στην σφαίρα ευθύνης του παραγωγού, ο ίδιος (ο καταναλωτής) κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 925 ΑΚ βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη της παραβίασης της συναλλακτικής υποχρέωσης του τελευταίου δηλαδή της αντικειμενικής βλαπτικής ελαττωματικότητας του προϊόντος, κατά το χρόνο της κατά τον προορισμό αυτού χρήσης του, της ζημίας που επήλθε και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της χρήσης αυτής και της ζημίας, χωρίς να απαιτείται επίκληση και απόδειξη και πταίσματος αυτού, στον παραγωγό δε εναπόκειται να επικαλείται και να αποδείξει προς απαλλαγή του, ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την παραβίαση της συναλλακτικής του υποχρέωσης, από την οποία προήλθε η ζημία και η ηθική βλάβη και συγκεκριμένα ότι η κατά τον παραπάνω χρόνο ελαττωματικότητα του προϊόντος δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρησή του μέχρι την έξοδό του από την επιχείρηση αυτού ή ότι η τυχόν πλημμέλεια κατασκευής ή συντήρησης του δεν οφείλεται σε πταίσμα δικό του ή των προσώπων για τα οποία αυτός ευθύνεται σε όλα τα στάδια της κατασκευής (πταισματική ευθύνη με αντεστραμμένο το βάρος απόδειξης). Επομένως η υπαιτιότητα (πταίσμα) του παραγωγού δεν αποτελεί σύμφωνα με το νόμο (δηλαδή τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 που προαναφέρθηκαν, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 ΑΚ) στοιχείο της νομικής βάσης της εν λόγω αγωγής (ΑΠ 1375/2010 ΔΕΕ2011.338, ΑΠ 625/2009 ΕπισκΕμπΔικ2010.855, ΑΠ 1005/2008 αδημ., ΕφΘεσ 2005/2010 ΕμπισκΕμπΔικ2010.1176, ΕφΘεσ 1411/2009 ΕπισκΕμπΔικ2009.1002).
Από την υπ’ αριθμόν 3145β/17-6-2009 έκθεση επιδόσεως της νόμιμα διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικής επιμελήτριας Παναγιώτας Γεωργαντά, που μετά από νόμιμη επίκληση προσκομίζει η καλούσα ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης κλήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 3-3-2010 οπότε και η υπόθεση αναβλήθηκε με σχετική επισημείωση στο πινάκιο επέχουσας θέση κλητεύσεως αρχικώς για τη δικάσιμο της 18-10-2010 και ακολούθως για την ανωτέρω δικάσιμο της 25ης-5-2011, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο εναγόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 228, 229 ΚΠολΔ. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και πρέπει να δικασθεί ερήμην. Το Δικαστήριο, όμως θα προχωρήσει στη συζήτηση σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι κατ’ άρθρο 270 παρ. 1 εδαφ. τελευτ. σε συνδ. με 271 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 13 παρ 1 του νόμου 2915/2001 σε συνδυασμό με άρθρο 15 του Ν. 2943/2001).
Με την από 20-11-2000 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10485/11-12-2006 (υπό στοιχείο Α) αγωγή η ενάγουσα εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι στην 8η Μαΐου 2006 είχε επισκεφθεί μαζί με τον υιό της το πολυκατάστημα της εναγομένης επιχείρησης σουπερμάρκετ με την επωνυμία «Μ» που κείται επί της Λεωφόρου Κηφισού. Ότι μετά το τέλος των αγορών της μετέβη στην επιχείρηση εστιατορίου που συστεγάζεται με το πολυκατάστημα, όπου και επέλεξε από τον μπουφέ σαλατών μία σαλάτα. Ότι κατά τη διάρκεια του γεύματός της ένιωσε να μασάει κάτι σκληρό, το οποίο και απέβαλε αμέσως από το στόμα της. Ότι εξετάζοντάς το διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ένα κομμάτι γυαλιού, μετά δε από εξέταση του πιάτου της διαπίστωσε εντός αυτού και άλλα τέτοια διάσπαρτα κομμάτια. Ότι άμεσα παραπονέθηκε για το γεγονός αυτό στον υπεύθυνο καταστήματος δεύτερο εναγόμενο, μετέβη δε αυθημερόν στο ιδιωτικό θεραπευτήριο «Metropolitan Hospital» όπου και υποβλήθηκε στις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις γι τις οποίες κατέβαλε το ποσό των 777,23 ευρώ. Ότι η εναγόμενη επιχείρηση αν και θα έπρεπε να παρέχει τις σαλάτες καλυπτόμενες εντός γυάλινης προθήκης ή έστω καλυπτόμενες με διάφανο κάλυμμα, παρά ταύτα διέθετε αυτές εκτεθειμένες σε κάθε είδους εξωγενείς κινδύνους παραβαίνοντας την επιβαλλόμενη αφενός από τα συναλλακτικά ήθη αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 38 παρ 10 της Υγειονομικής Διάταξης ΑΙβ/8577/1983 υποχρέωσή της για κυκλοφορία ασφαλών προϊόντων. Ότι από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά ως μόνη ενεργού αιτίας επήλθε η προαναφερόμενη βλάβη της υγείας της, προς τούτο δε ευθύνονται η πρώτη εναγόμενη ως ιδιοκτήτρια και παραγωγός του προϊόντος ο δε δεύτερος των εναγομένων ως υπεύθυνος λειτουργίας προστηθείς στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης σύμφωνα με τις ισχύουσες υγειονομικές διατάξεις για την τήρηση των οποίων υπέχει αστική ευθύνη. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα επικαλούμενη περαιτέρω ότι με την ως άνω συμπεριφορά προσεβλήθη η προσωπικότητά της, ζητεί κατ’ επιτρεπτό μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρα 223 σε συνδ. με 294, 295, 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλουν: α) το ποσό των 777,23 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη, β) το ποσό των 10.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ως παραγωγού του προϊόντος και του δεύτερου εναγομένου ως προστηθέντος υπαλλήλου της εξαιτίας της υπαίτιας παραβίασης της γενικής υποχρέωσης διαθέσεως έναντι των τρίτων ασφαλών προϊόντων, που επιβάλλεται τόσο από το νόμο όσο και από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, γ) και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν οι ως άνω εναγόμενη για την ίδια ως άνω αιτία το ποσό των 54.000, αιτούμενη συνολικώς με την αγωγή της το ποσό των 64.773,23 ευρώ, νομιμοτόκως δε όλα τα προαναφερόμενα ποσά από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 12, 14 παρ. 2, 42 παρ. 2 ΚΠολΔ), εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και νόμω βάσιμη τυγχάνει, ερειδόμενη στις συρρέουσες διατάξεις των άρθρων 297 εδαφ. α, 298 εδαφ α,9, 914, 299, 57, 59, 914, 919, 929, 932, 345 ΑΚ, και άρθρων 1, 5,6, 7 και άρθρου 7 του Ν. 2251/1994, και άρθρο 70, 176, 180 παρ 3, 191 παρ 2 ΚΠολΔ. Ειδικά ως προς το νόμιμο της τοκοφορίας του αιτουμένου δια της αγωγής ποσού μετά από το νόμιμο περιορισμό καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό βλ. ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔ/νη 1994.1259, ΑΠ 241/2003 ΧρΙΔ 2003.541, ΑΠ 723/2002 ΕλλΔνη 2003.794, ΑΠ 89/2002 ΕλλΔ/νη 2002.1030 176κ ΕφΠειρ 36/2004 ΠειρΝομ2004.65. Μη νόμιμο και εντεύθεν απορριπτέο κρίνεται το αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας κατά το μέρος που η αγωγή απέβαλε τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα μετά τον μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (Βαθρακοκοίλης Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική και Νομολογιακή Ανάλυση εκδ 1997 τόμος Ε.153, Κεραμέα Κονδύλη Νίκα Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εκδ 2000, σελ.1721). Πρέπει, επομένως η αγωγή που, υπό τις ανωτέρω διακρίσεις κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον για το καταψηφιστικό αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ τα υπ’ αριθμόν 129545 και 173129 σειρά Α αγωγόσημα).
Οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή, ειδικότερα δε αμφισβητούν εντόνως το ότι έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν.
Β. Με την από 17-9-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8050/24-9-2008 (υπό στοιχείο Β) προσεπίκληση στην οποία ενσωματώνεται και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως η παρεμπιπτόντως ενάγουσα-προσεπικαλούσα-παραγωγός του προϊόντος (η οποία επέχει τη θέση της πρώτης εναγομένης στην υπό στοιχείο Α αγωγή) ανώνυμη εταιρεία «Μ» αφού παραθέτει το ιστορικό της υπό στοιχείο Α αγωγής περαιτέρω εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι, δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως που έλαβε χώρα με το υπ’ αριθμόν ΤΗΔ 10430926 ασφαλιστήριο έγγραφο η καθ’ ης η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «G», ανέλαβε την ενοχική υποχρέωση έναντι ασφαλίστρου να καταβάλει το αντίστοιχο ασφάλισμα σε περίπτωση επέλευσης των. Σε αυτό αναφερομένων, ασφαλιστικών περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και οι υλικές ζημιές και οι σωματικές βλάβες που θα προκληθούν από ελαττωματικά προϊόντα που διέθεσε σε κυκλοφορία η ασφαλισμένη τους, με έναρξη του χρόνου ασφαλίσεως την 1η -1-2006 και λήξη την 1η-1-2007. Ότι διαρκούντος του χρόνου ασφαλίσεως επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση αφού από ελάττωμα προϊόντος που έθεσε σε κυκλοφορία η ασφαλισμένη τους προκλήθηκε σωματική βλάβη σε τρίτο πρόσωπο και δη στην ενάγουσα της κύριας (υπό στοιχείο Α) αγωγής. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η παρεμπιπτόντως ενάγουσα προσεπικαλεί στη δίκη την ως άνω καθ’ ης η προσεπίκληση ασφαλιστική εταιρεία ως δικονομική εγγυήτρια περαιτέρω δε σωρεύει κατ’ αυτής παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως αιτούμενη, να υποχρεωθεί η προσεπικληθείσα ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλλει σε αυτή το ποσό που τυχόν θα υποχρεωθεί με τη σειρά της να καταβάλει ως αποζημίωση ή ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Α αγωγής, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτή η αγωγή της, και να καταδικασθεί η καθ’ ης στα δικαστικά της έξοδα. Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η προσεπίκληση με τη σωρευόμενη αγωγή αποζημιώσεως, που είναι αρκούντως ορισμένη, αφού αναφέρεται σε αυτήν η αντικειμενική βλαπτικότητα του προϊόντος και η βλάβη που επήλθε, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 1,7,8,9,10,12,14 παρ 2 σε συνδυασμό με 18 παρ.1, 31 παρ.1 ΚΠολΔ), εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και νόμω βάσιμη τυγχάνει ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,2,3,7 παρ.1 εδαφ. α, και παρ.7, άρθρο 8 παρ. 1 εδαφ. α, 11 παρ. 1 και 3 του Ν. 2496/1997, άρθρο 1,2, 2α ΝΔ 400/1970, 297 εδαφ. α, 298, 299, 345, 480 εδαφ. β ΑΚ, 70, 88, 89, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως η αγωγή που υπό τις ως άνω διακρίσεις κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί για το προσήκον για το καταψηφιστικό αίτημά της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμόν 12795200 τύπου Β διπλότυπο είσπραξης της Γ’ ΔΟΥ Πειραιά).
Γ. Με το από 25-8-2010 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9230/17-9-2010) δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασής της η προσεπικληθείσα στην υπό στοιχείο παρεμπίπτουσα αγωγή ασφαλιστική εταιρεία παρεμβαίνουν υπέρ της εναγομένης της κύριας (υπό στοιχείο Α) αγωγής και προσεπικαλούσας παρεμπιπτόντως ενάγουσας στην υπό στοιχείο Β αγωγή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «G» με αυτοτελές δικόγραφο κοινοποιούμενο στους διαδίκους της κύριας δίκης, επικαλούμενη ότι έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ της ως άνω κυρίως πρώτης εναγομένης, καθόσον η τελευταία δεν έθεσε στην κυκλοφορία ελαττωματικό προϊόν, ούτε παρέβη την εκ του νόμου γενική υποχρέωσή της να διαθέτει ασφαλή προϊόντα, μετά ταύτα δε δεν γεννάται ευθύνη της προς καταβολή του ασφαλίσματος, αφού δεν επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση. Το, με το ανωτέρω περιεχομενο, δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης, είναι νόμιμο ερειδόμενο στις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1, 3, 82, 88 ΚΠολΔ και θα ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτο και η κατάθεσή τους εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες καταθέσεις εκτιμώνται (άρθρ. 340 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες αποδείξεις, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία έγγραφα το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ. 3, 339 και 295 ΚΠολΔ), εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο της απόδειξης, και μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (βλ. και ΕφΠειρ 418/2000 ΠειρΝομολ 2000.323, ΕφΘεσ 507/1999 Αρμ 2002.248, πρβλ. Ολομ.ΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441) και χωρίς το Δικαστήριο να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους (άρθρο 340 ΑΚ – ΕφΛαρ 539/2000 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.55, ΕφΑθ 266/1998 ΕλλΔνη 1999.623), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κατά την προκείμενη διαδικασία μπορεί να λαμβάνει υπόψη του συμπληρωματικά και να εκτιμά ελεύθερα (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα) και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 8η Μαΐου 2006 η ενάγουσα είχε επισκεφθεί το πολυκατάστημα της εναγομένης επιχείρησης σουπερμάρκετ με την επωνυμία «Μ» που κείται επί της Λεωφόρου Κηφισού. Μετά το τέλος των αγορών της μετέβη μαζί με τον υιό της Α.Κ. (που εξετάσθηκε ως μάρτυρας στην παρούσα δίκη) στην επιχείρηση εστιατορίου που συστεγάζεται με το πολυκατάστημα, όπου και επέλεξε από τον μπουφέ σαλατών μία σαλάτα. Κατά τη διάρκεια του γεύματός της ένιωσε να μασάει κάτι σκληρό, το οποίο και απέβαλε αμέσως από το στόμα της, εξετάζοντάς το δε μακροσκοπικώς διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ένα κομμάτι γυαλιού. Θορυβηθείσα από αυτό η ενάγουσα έλεγξε εν συνεχεία μετά προσοχής όλο το πιάτο της όπου και διαπίστωσε και άλλα τέτοια διάσπαρτα κομμάτια εντός αυτού. Άμεσα παραπονέθηκε για το γεγονός αυτό στον υπεύθυνο καταστήματος δεύτερο εναγόμενο στην υπό στοιχείο Α αγωγή, στα καθήκοντα του οποίου αναγόταν η σωστή Παρασκευή και προετοιμασία των γευμάτων καθώς και ο ποιοτικός έλεγχος αυτών. Ο τελευταίος πληροφορούμενος το συμβάν από την ενάγουσα και τον υιό της δεν έδωσε για αυτό μια πειστική εξήγηση. Η ενάγουσα μετά του υιού της ειδοποίησαν άμεσα την αστυνομία, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. 1010/668/1-α/13-5-2006 αντίγραφο δελτίου οχήματος του Αστυνομικού Τμήματος Αγίου Ιωάννη Ρέντη ενώ επίσης για το γεγονός ενημερώθηκε και ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), ο οποίος διαβίβασε την υπόθεση με το με αριθμό 16127/19-11-2007 έγγραφό του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά (βλ. το με αριθμό πρωτ. 410/11-1-2008 έγγραφο αυτού), χωρίς να προκύπτει εν συνεχεία από τα εισφερθέντα στη δικογραφία στοιχεία η ποινική έκβαση της υποθέσεως. Οι εναγόμενοι της υπό στοιχείο Α κύριας αγωγής αμφισβητούν με το δικόγραφο των προτάσεών τους εντόνως το ένδικο περιστατικό, διατεινόμενοι ότι σε καμία εκ των λοιπών σαλατών δεν ευρέθησαν θραύσματα γυαλιού, ούτε ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων ουδέποτε έχει διαπιστώσει παράβαση των Υγειονομικών διατάξεων στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης της υπό στοιχείο Α κύριας αγωγής, αλλά και ούτε επέβαλε πρόστιμο για το ένδικο συμβάν. Οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγομένων με τους οποίους επιχειρούν να πλήξουν την αξιοπιστία των καταγγελλομένων από την ενάγουσα τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι και τούτο διότι: α) η ενάγουσα ειδοποίησε άμεσα τα αστυνομικά όργανα που προσέτρεξαν στο συμβάν, γεγονός που καταδεικνύει τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία των καταγγελιών της, β) ενημέρωσε αρμοδίως τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων, ήτοι μερίμνησε για την έγκαιρη πληροφόρηση των αρμοδίων οργάνων, γεγονός που δεν θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για μια έωλη και άνευ βάσιμου ερείσματος καταγγελία. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου περί της αλήθειας των καταγγελλομένων από την ενάγουσα όχι μόνο δεν αποκρούεται πολλώ δε μάλλον ενισχύεται και από αυτή την ίδια την κατάθεση της μάρτυρος των εναγομένων της κύριας υπό στοιχείο Α αγωγής Χ.Κ., εργαζόμενης στην επιχείρηση, η οποία ερωτηθείσα από το δικαστήριο αν αμφισβητεί το συμβάν δήλωσε με σαφήνεια «δεν μπορώ να το αμφισβητήσω» (βλ. σελίδα 14 πρακτικών παρούσας δίκης). Ακολούθως η ενάγουσα, που σημειωτέον προσκομίζει θραύσματα γυαλιού που ευρέθησαν στο πιάτο της (βλ. σχετ. 15 αυτής) μετέβη αυθημερόν στο ιδιωτικό θεραπευτήριο «METROPOLITAN HOSPITAL» όπου και υποβλήθηκε σε γαστροσκόπηση (βλ. το από 8-5-2006 έγγραφο της ενδοσκοπικής μονάδας της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του ως άνω νοσοκομείου) καθώς και σε γενικότερες ιατρικές εξετάσεις (παθολογικές – αιματολογικές), για τις οποίες κατέβαλε το ποσό των 777,23 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμόν 00977854/10-5-2006 αναλυτικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του ως άνω θεραπευτηρίου) εξήχθη δε την επόμενη ημέρα (βλ. εξιτήριο του ως άνω νοσοκομείου) με λήψη οδηγιών για δέκα ημέρες (βλ. το από 9-5-2006 ιατρικό σημείωμα της επιμελήτριας παθολόγου Κ.Μ.). Από τα ανωτέρω δε αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται πλήρως και κατά τρόπο αναμφίβολο η ελαττωματικότητα του παραπάνω προϊόντος. Η δε ελαττωματικότητα αυτή οφείλεται σε πλημμέλεια κατά την διαδικασία προετοιμασίας και παρασκευής των γευμάτων από τους υπαλλήλους της πρώτης εναγομένης, για τις πράξεις ή παραλείψεις των οποίων αυτή ευθύνεται κατ’ άρθ. 922 του ΑΚ και ανάγεται σε χρόνο που το παραγόμενο προϊόν ήταν στη σφαίρα επιρροής της, καθότι από βαριά αμέλεια η οποία συνίσταται στην έλλειψη της συνήθους επιμέλειας και προσοχής που οφείλεται στις συναλλαγές, δεν μερίμνησαν μετά την επιστροφή των πιάτων πολλαπλής χρήσεως αφού οι πελάτες ολοκληρώσουν το γεύμα τους, να γίνει επαρκής καθαρισμός αλλά ούτε προέβησαν σε ενδελεχή και επαρκή έλεγχο των πιάτων αυτών μετά την διαδικασία του πλυσίματος και πριν την χρησιμοποίησή τους. Προσέτι δε η πρώτη εναγόμενη στην κύρια αγωγή δεν φρόντισε δια του δεύτερου εναγόμενου της ίδιας αγωγής και υπεύθυνου του καταστήματος κατά τη διαδικασία παρασκευής των γευμάτων να γίνεται απόλυτος έλεγχος της ποιότητας και καθαριότητας των πρώτων υλών που θα χρησιμοποιούνταν με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο να παρεισφρήσουν κατά την παρασκευή του γεύματος (σαλάτας) ξένα σωματίδια, η οποία εν συνεχεία προωθήθηκε προς κατανάλωση. Τούτο είχε ως συνέπεια να ευρεθούν θραύσματα γυαλιών εντός του πιάτου της ενάγουσας, στο οποίο εν συνεχεία τοποθετήθηκε το γεύμα της (σαλάτα) με αποτέλεσμα το προσφερόμενο κατά την ημέρα εκείνη γεύμα να μην παρέχει την ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια. Ενώ εξάλλου ο δεύτερος εναγόμενος, υπεύθυνος του καταστήματος της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης της υπό στοιχείο Α κύριας αγωγής, ως εκ της θέσεώς του αν και θα έπρεπε να έχει μεριμνήσει ώστε οι προσφερόμενες προς πώληση στο κοινό σαλάτες να καλύπτονται εντός γυάλινης προθήκης ή έστω με διάφανο κάλυμμα, προκειμένου το προσφερόμενο προς πώληση προϊόν να παρέχει την αναμενόμενη από το κοινό ασφάλεια, παρά ταύτα διέθετε αυτές εκτεθειμένες σε κάθε είδους εξωγενείς κινδύνους, όπως άλλωστε εναργώς καταδεικνύεται από τις φωτογραφίες που προσκομίζει η ενάγουσα – παθούσα και ελήθφησαν την ημέρα του συμβάντος όπου απεικονίζεται ο εκτεθειμένος μπουφές των σαλατών. Έτσι η πρώτη εναγόμενη διά της παραλείψεως του προστηθέντος οργάνου της δεύτερου εναγομένου παρέβη την επιβαλλόμενη από το άρθρο 38 παρ. 10 της Υγειονομικής Διάταξης ΑΙΒ 8577/1983 υποχρέωσή της για κυκλοφορία ασφαλών προϊόντων. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων ότι γίνονται συχνά έλεγχοι ποιότητας επί των, παρεχόμενων από αυτούς, τροφίμων δεν αίρει την κρίση του δικαστηρίου τούτου διότι εν προκειμένω ερευνητέο τυγχάνει το εάν πράγματι την ημέρα του επίδικου συμβάντος τηρήθηκαν οι σωστές διαδικασίες παρασκευής του προϊόντος από την πρώτη εναγόμενη της κύριας αγωγής και τα όργανά της και όχι η γενική συναλλακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, συνεπεία της, κατά τα άνω βλάβης της υγείας της από την κατανάλωση της ακατάλληλης ποιότητας σαλάτας, ακαταλληλότητα που οφείλεται στην αμέλεια της παργωγού εναγομένης εταιρείας πρώτης εναγομένης συνιστάμενη στις παραλείψεις του οργάνου της δεύτερου εναγομένου στην κύρια αγωγή, σύμφωνα με όσα ειδικότερα παραπάνω αναφέρονται, υπέστη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία.
Συνακόλουθα, ενόψει των συνθηκών της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και των συνεπειών της βλάβης της υγείας της ενάγουσας, της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτή υπέστη, της έκτασης του άλγους, του πταίσματος (αμέλειας) των εναγομένων της κύριας αγωγής, της ηλικίας της (57 ετών) και της έλλειψης οποιουδήποτε πταίσματος εκ μέρους της, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων (βλ. ισολογισμούς της πρώτης εναγομένης της κύριας υπό στοιχείο Α αγωγής για το έτος 2005 ύψους 442.646.094,03 ευρώ, για το έτος 2006 ύψους 438.350.144,97 ευρώ, για το έτος 2007 ύψους 456.632.133,65 ευρώ, για το έτος 2008 ύψους 472.233.650,47 ευρώ, για το έτος 2009 ύψους 419.643.417,16 ευρώ –σχετ. 12) πρέπει να επιδικασθεί στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο, μετά από στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο, γενομένης εν μέρει δεκτής της υπό στοιχείο Α κύριας αγωγής και ως βάσιμης κατ’ ουσία.
Ακολούθως από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία εκτιμώμενα κατά τον αυτόθι εκτιθέμενο τρόπο προέκυψε ότι δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως που έλαβε χώρα με το υπ’ αριθμόν ΤΗΔ 10430926 ασφαλιστήριο έγγραφο η καθ’ ης η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία υπό την επωνυμία «G» ανέλαβε την ενοχική υποχρέωση έναντι ασφαλίστρου να καταβάλει το αντίστοιχο ασφάλισμα σε περίπτωση επέλευσης των, σε αυτό αναφερομένων, ασφαλιστικών περιπτώσεων, μεταξύ των οποίων και οι υλικές ζημιές και οι σωματικές βλάβες που θα προκληθούν από ελαττωματικά προϊόντα που διέθεσε σε κυκλοφορία η ασφαλισμένη τους εταιρεία με την επωνυμία «Μ», με έναρξη του χρόνου ασφαλίσεως την 1η -10-2006 και λήξη την 1η-1-2007. Ειδικότερα στο κεφάλαιο 12 με τον τίτλο «Ειδικοί Όροι» και υπό την αρίθμηση 1 προβλέπεται ότι: «Κατά μερική παρέκκλιση της εξαίρεσης 15 των γενικών εξαιρέσεων του παρόντος η Εταιρεία καλύπτει τον κίνδυνο ελαττωματικής ανασφάλειας του προϊόντος του ασφαλισμένου όπως ορίζεται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία περί ευθύνης του παραγωγού για τα προϊόντα του και μέχρι τα όρια ευθύνης που αναφέρονται στον πίνακα ασφάλισης. Η παρούσα κάλυψη ισχύει για σωματικές βλάβες οποιουδήποτε τρίτου προσώπου συμπεριλαμβανομένης της απώλειας εισοδήματος ή/και ηθικής βλάβης…». Όπως αποδείχθηκε δε διαρκούντος του χρόνου ασφαλίσεως επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, αφού από ελάττωμα προϊόντος που έθεσε σε κυκλοφορία η ασφαλισμένη τους προκλήθηκε σωματική βλάβη σε τρίτο πρόσωπο και δη στην ενάγουσα της κύριας (υπό στοιχείο Α) αγωγής. Συνακόλουθα εφόσον επήλθε ο προπεριγραφόμενος ασφαλιστικός κίνδυνος που καλύπτεται ασφαλιστικά σύμφωνα με το ως άνω ασφαλιστήριο και κείται εντός του ποσοτικού ορίου της ασφαλιστικής ευθύνης της καθ’ ης η προσεπίκληση ασφαλιστικής εταιρείας πρέπει η υπό κρίση προσεπίκληση με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσία. Παρέπεται δε μετά την παραδοχή αυτή ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του το δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε η καθ’ ης η προσεπίκληση και παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «G» υπέρ της ασφαλισμένης της προσεπικαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «M», με αίτημα να απορριφθεί η κύρια αγωγή.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και υπό τις αιτιολογίες και διακρίσεις που προπαρατέθηκαν πρέπει: Α) Να γίνει εν μέρει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 20-11-2006 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10485/11-12-2006 κύρια (υπό στοιχείο Α) αγωγή της Ε.Κ. και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των (4.000 + 777,23 ευρώ) 4.777,23 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει εξαιρετικός προς τούτο λόγος ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ενόψει και του ύψους του επιδικαζόμενου ποσού. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι ενεχόμενοι εις ολόκληρον σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατά το νόμιμο αίτημά της (179, 191 παρ. 2, 1 ΚΠολΔ), λόγω της εν μέρει ήττας τους και να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502, 503 ΚΠολΔ), που θα προκαταβληθεί από τον απόντα δεύτερο εναγόμενο (απλό ομόδικο της πρώτης εναγόμενης) για την περίπτωση που θα ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής, ως κατωτέρω ορίζεται στο διατακτικό, β) Να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 17-9-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8050/24-9-2007 (υπό στοιχείο Β) προσεπίκληση στην οποία ενσωματώνεται και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης της προσεπικαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Μ» και να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση να καταβάλει στην προσεπικαλούσα το ποσό των 4.777,23 ευρώ και να καταδικασθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση στα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλούσας κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (176, 191 παρ 1 ΚΠολΔ), Γ) Να απορριφθεί το από 25-8-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9230/17-9-2010 (υπό στοιχείο Γ) δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «G» ως κατ’ ουσία αβάσιμο, χωρίς να περιληφθεί διάταξη περί αυτού στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, δοθέντος ότι δεν περιέχει ίδιο και αυτοτελές αίτημα (βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική και Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ εκδ 1994 υπό το άρθρο 80 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΕΝΩΝΕΙ και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ : Α) την η από 20-11-2006 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10485/11-12-2006 (υπό στοιχείο Α) κύρια αγωγή, Β) την από 17-9-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8050/24-9-2007 (υπό στοιχείο Β) προσεπίκληση στην οποία ενσωματώνεται και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως, Γ) το από 25-8-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9230/17-9-2010 (υπό στοιχείο Γ) δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης
Επί της από 20-11-2006 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10485/11-12-2006 (υπό στοιχείο Α) κύριας αγωγής
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων
-ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους ευθυνόμενους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (4.777,23) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους ενεχόμενους εις ολόκληρον σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Επί της από 17-9-2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8050/24-9-2007 (υπό στοιχείο Β) προσεπίκλησης στην οποία ενσωματώνεται και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ’ ης η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στην προσεπικαλούσα παρεμπιπτόντως ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (4.777,23)
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της προσεπικαλούσας παρεμπιπτόντως ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ
-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων στις 19-9-2011.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια