Domain Name και παραγραφή εν επιδικία.
Από την κοινοποίηση προς τον εναγόμενο της κρινόμενης αγωγής, έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, χωρίς να λάβει χώρα κάποιο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός από τα αναφερόμενα στο άρθρο 260 ΑΚ. Εφόσον η αξίωση καταστεί επίδικη, η παραγραφή
μπορεί να συμπληρωθεί και σε επιδικία, αν οι διάδικοι απρακτούν. Η αγωγή στηρίζεται στις ειδικές διατάξεις του ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, η εφαρμογή των οποίων εκτοπίζει τη γενική αδικοπρακτική διάταξη του 914 ΑΚ, αποκλείεται η συρροή των διατάξεων και ισχύει η 6μηνη παραγραφή και όχι η 5ετής.
Αριθμός Απόφασης
4842/2005
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασιλική Ρούσσου - Ντόγκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεωργία Γκίκα, Πρωτοδίκη, Ειρήνη Μπούρα, Δικαστική Πάρεδρο (επειδή κωλύονται οι τακτικοί Δικαστές) - Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Χρήστο Παπανδρέου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Απριλίου 2005 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ... ..." και με διακριτικό τίτλο ".. .. ..", η οποία εδρεύει στον Περισσό Αττικής (οδός ....) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αθανάσιος Π. Δημόπουλος.
Των εναγομένων: 1. .. .., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδός .. ..), ο οποίος εμφανίσθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Σπυροπούλoυ,
2. Του .. .. του ιδρύματος .. .., που εδρεύει στα .. .. .. .. του Ηρακλείου Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3. Της .. .. .., που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής (.. ..) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Χαρίκλεια Μάμαλη.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-2-2004 αγωγή της που κατατέθηκε με αριθμό 1423/2004, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται παραπάνω και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ` αριθμ. 6854δ/2-3-2004 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Ηρακλή Δ. Δαριβιανάκη, πουπροσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 17-2-2004 αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσηπρος συζήτηση για την παραπάνω δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και
εμπρόθεσμα στο δεύτερο εναγόμενο. Το τελευταίο, δεν εμφανίστηκε στη- δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από σειρά του πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ωστόσο, τοΔικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 270 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 146/1914 "περί αθεμίτου
ανταγωνισμού", απαγορεύεται κατά τις εμπορικές συναλλαγές κάθε προς το σκοπό ανταγωνισμού γινόμενη πράξη, αντικείμενη στα χρηστά ήθη. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, με την οποία περιορίζεται "νόμιμα η συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία, ειδική έκφανση της οποίας συνιστά η - ελευθερία του ανταγωνισμού, ουσιώδες στοιχείο για τη θεμελίωση της
αξιώσεως του θιγόμενου είναι το να εκτελείται η πράξη με σκοπό
ανταγωνισμού προς το εμπόριο που ασκεί άλλος και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, γεγονός που κρίνεται βάσει των αντιλήψεων περί κοινωνικής ηθικής του μέσου συνετού ανθρώπου (AΠ 79/2001 ΕλλΔνη 42. 904, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41. 973), και για την αξιολόγηση της οποίας (πράξης) λαμβάνεται υπόψη ο όλος
χαρακτήρας της μετά από εκτίμηση των περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του ίδιου νόμου (146/1914), όποιος κατά τις συναλλαγές κάνει χρήση του ιδιαίτερου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως, με τρόπο ο οποίος μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη της χρήσεως και σε αποζημίωση. Στην κατηγορία των διακριτικών γνωρισμάτων, που προστατεύονται από τον πιο πάνω νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού, υπάγεται και ο τίτλος εντύπου με την ευρεία έννοια του όρου, δηλαδή και εκείνων που παράγονται με μηχανικά ή χημικά μέσα, όπως είναι και τα περιοδικά (ΜΠρΑΘ 5911/2002 ΝοΒ 2003.690). Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξειδίκευσης της επιχείρησης, προστατεύονται από τις διατάξεις του Ν. 146/1914, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και συγχρόνως την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο
σύγχυσης.
Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανό να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσο αφορά είτε την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη
επιχείρηση, είτε την ταυτότητα της επιχείρησης, είτε την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων, ενώ τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι να αποτρέπονται πλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μίας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί κοινή προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (βλ. ΑΠ 310/1990 ΕλλΔνη 32,72). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. 1 του νόμου αυτού, αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο που
μπορεί να προκαλέσει σύγχυση έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό.
Χρήση που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση είναι και η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών που αποτελούν το γνώρισμα,
εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων κλπ.
Σημασία έχει η γενική εντύπωση που δημιουργείται και ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΕφΑΘ 2809/1988 ΕλλΔνη 30. 158, ΜΠρΠατρ 868/2001 ΔΕΕ 2001. 711).
Περαιτέρω, η .. .. .., η οποία είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή, είναι αρμόδια για την εκχώρηση ονομάτων χώρου "domain names", σύμφωνα μέ τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 14 α του Ν. 2867/2000 "Οργάνωση και λειτουργία των τηλεπικοινωνιών και άλλες διατάξεις". Έως την 1-1-2001, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ανωτέρω νόμος η .. .. είχε αναθέσει με απόφαση της, από τον Οκτώβριο του 1998 (Απόφαση της .. .. για τη Διαχείριση ονομάτων Internet του domain name [.gr.] 110/3/19-10-1998, όπως τροποποιήθηκε με την 148/4/25-10-1999 Απόφαση της), τη διαχείριση της εκχώρησης ονομάτων χώρου στο
.. .. - Ινστιτούτο Πληροφορικής, που είναι ανεξάρτητο ερευνητικό ίδρυμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα του Ν. 1514/1985. Ήδη σήμερα, το .. .. με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (Απόφαση .. .. 268/73 Κανονισμός Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη (.gr.) [ΦΕΚ 1617 Β/31-12-2002], όπως τροποποιήθηκε με την υπ` αριθμ. 310/16/17-3-2004 Απόφαση της .... [ΦΕΚ 559 Β/2-4-2004] έπαυσε να είναι ο φορέας Καταχώρησης των Ονομάτων Χώρου με κατάληξη (.gr.) και η .. .. είναι πλέον η μόνη αρμόδια για κάθε καταχώρηση, μεταβίβαση, ανανέωση και διαγραφή Ονόματος Χώρου υπό το (.gr.).
Σχετικά δε, με τον τρόπο χρήσης των "διακριτικών ονομάτων του διεθνούς διαδικτύου ή κατά τον καθιερωμένο διεθνή όρο "domain name" πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η χρήση των "domain names" ανάγεται στις αρχικές εφαρμογές του διαδικτύου και στην αυτονόητη ανάγκη προσδιορισμού της ταυτότητας των χρηστών. Η αναγκαιότητα προκαταρκτικής ταχύτητας όσο και περιεκτικής δηλώσεως των στοιχείων ταυτότητας των χρηστών κατά τη
διαδικτυακή επικοινωνία διαμόρφωσε διεθνώς ορισμένη μεθοδολογία, την οποία ακολούθησε και η ελληνική αντίστοιχη ρύθμιση.
To "domain name" αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσοτέρων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μία ή περισσότερες λέξεις, που χωρίζονται από διάφορα σημεία. Κατά συνέπεια, το "domain name" είναι η διαδικτυακή δήλωση - πιστοποίηση της ταυτότητας του χρήστη ή κατ` άλλη διατύπωση η ηλεκτρονική του διεύθυνση ή το πρωτόκολλο ανοίγματος της ηλεκτρονικής σελίδας στον κυβερνοχώρο. Εξάλλου, εφόσον παρέχεται δυνατότητα περιορισμένου αριθμού "domain name" για κάθε χρήστη αλλά και για την επιβαλλόμενη συντομία αυτού του είδους επικοινωνίας, συνήθως το ίδιο το "domain name" είναι η "εμπορική επωνυμία" του χρήστη μέσα στο διαδίκτυο.
Βέβαια, δεν μπορεί κατ` αρχήν το "domain name" να ταυτισθεί με την εμπορική επωνυμία, η κατοχύρωση της οποίας υπόκειται στους κανόνες των ως άνω νόμων. Αντίθετα και σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, που εφαρμόστηκε και στην Ελλάδα, το "domain name" αποκτάται, με πολύ μικρότερο έλεγχο. Οι σχετικές προϋποθέσεις περιορίζονται στην υποβολή "τυπικών δικαιολογητικών (φωτοτυπία αστυνομικής ταυτότητας, δήλωση ενάρξεως επιτηδεύματος, υπεύθυνη δήλωση ότι δεν παραβιάζονται δικαιώματα τρίτων κ.λπ. σύμφωνα με την από Οκτωβρίου 1999 απόφαση της .. ..) και στην τήρηση της αρχής της προτεραιότητας. Η εφαρμογή αυτής της αρχής συνίσταται στην κτήση του δικαιώματος χρήσεως ενός "domain name" από τον υποψήφιο χρήστη, εφόσον το σχετικό αίτημα του καταχωρείται με προτεραιότητα στο επίσημο
βιβλίο "Μητρώο Ονομάτων".
Ο έλεγχος της προτεραιότητας περιορίζεται στις καταχωρήσεις του διαδικτύου και μόνο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει νόμιμη εντολή αλλά ούτε και η τεχνική δυνατότητα να επεκταθεί σε άλλους τομείς, όπως π,χ. στα βιβλία σημάτων του Υπουργείου Εμπορίου. Με βάση τα παραπάνω, η αρμοδιότητα της .. .. ως "διαχειρίστριας" των "domain names" είναι απολύτως προσδιορισμένη αλλά και ταυτόχρονα περιορισμένη. Είναι υποχρεωμένη να παρέχει την αποκλειστικότητα χρήσεως σε οποιονδήποτε χρήστη, ο οποίος, αφενός εκπληρώνει τις τοπικές του υποχρεώσεις και αφετέρου έχει την απαιτούμενη προτεραιότητα δηλώσεως στη χρήση. Αλλη δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της δεν υπάρχει. Είναι όμως φυσικό, ορισμένες φορές να εμφανίζονται περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιχειρείται η καταχρηστική εκμετάλλευση της προτεραιότητας καταθέσεως με σκοπό τον προσπορισμό αθέμιτης ωφέλειας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις γεννώνται διαφορές για την αποκλειστικότητα χρήσεως ενός "domain name" με περισσότερους από έναν διεκδικητές. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν έχει τη δυνατότητα να λάβει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου διάδικου μέρους.
Είναι όμως, φανερό ότι για να υλοποιηθεί η απαγόρευση της χρήσεως ενός "domain name" απαιτείται η τεχνική παρέμβαση της .. .. .., η οποία με την ιδιότητα του διαχειριστή είτε θα αποκλείσει τη χρήση του αμφισβητούμενου "domain name" είτε θα αποδώσει το αμφισβητούμενο "domain name" στη χρήση του δικαιούχου. Για να ενεργήσει, όμως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και, συνεπώς, να δεσμεύεται από την απόφαση που θα εκδοθεί, πρέπει να είναι διάδικος στη δίκη που θα ανοιχθεί, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητη η απειλή κυρώσεων εναντίον της. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι, παρά το ότι το "domain name" δεν ταυτίζεται με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και τον εμπορικό τίτλο, μπορεί όμως να αποδοθεί σε αυτό κατά
έμμεσο τρόπο λειτουργία διακριτικού τίτλου, διότι, όπως τα προηγούμενα, έτσι και το τελευταίο, έχει πρωταρχικά εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιασδήποτε ονομασίας, όσο γνωστής και φημισμένης και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή και ανεπανόρθωτες ζημίες στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία. Για τη διαφύλαξη έτσι των νομίμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων θα πρέπει να αποδοθεί στο "domain name" μία οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι "domain names" στην πράξη εμφανίζονται στο Διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν τo όνομα ή την επωνυμία (ΜΠρΠατρ 868/2001, ο.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την κρινομένη αγωγή της, επικαλούμενη αφενός μεν ότι από το έτος 1995 εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό ψυχαγωγικών καταχωρήσεων με τον τίτλο ".. ..", το οποίο έχει γίνει ευρέως γνωστό στην Ελλάδα, αφετέρου δε ότι ο πρώτος εναγόμενος προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την
εμπορική φήμη αυτής, έχει προβεί στην καταχώρηση ονόματος Internet (domain name) ως ".. .." και με τον τρόπο αυτό, προσβάλλει το δικαίωμα της επί του ως άνω διακριτικού τίτλου και διενεργεί σε βάρος της αθέμιτο ανταγωνισμό, ζητεί να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να παύσει να χρησιμοποιεί την ανωτέρω
δικτυακή διεύθυνση και να καταβάλει το ποσό των 85.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από την ως άνω αδικοπραξία, να απαγγελθεί κατά αυτού χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση της παρούσας, να υποχρεωθεί το δεύτερο και η τρίτη των εναγομένων
να απενεργοποιήσουν την ανωτέρω διαδικτυακή διεύθυνση και να διαταχθεί η δημοσίευση του διατακτικού της παρούσας σε δύο καθημερινές εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα με δαπάνες του πρώτου εναγομένου.
Με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή αρμοδίως καθ` ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 αρ. 1, 22, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμω βάσιμη τυγχάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 13, 14, 22 Ν. 146/1914, 947 ΚπολΔ, όσον αφορά τον πρώτο και τρίτη των εναγομένων. Όσον αφορά το δεύτερο των εναγομένων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως, διότι αυτό έπαυσε να είναι ο φορέας Καταχώρησης των Ονομάτων Χώρου με κατάληξη (.gr.) και η τρίτη των εναγομένων είναι πλέον η μόνη αρμόδια για κάθε καταχώρηση, μεταβίβαση, ανανέωση και διαγραφή Ονόματος
Χώρου υπό το (.gr.), σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Επομένως, εφόσον για το αντικείμενο της καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, με τα ανάλογα επ` αυτού ποσοστά υπέρ τρίτων (βλέπε το υπ` αριθμ. 10584957/2005 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ΙΘ` Αθηνών, το υπ` αριθμ. 508232/2005 δικαστικό ένσημο του Τ.Ν. και το υπ`αριθμ. 02246/2005 γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠ.ΔΑ.) και για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη άπό το άρθρο 214Α ΚΠολΔ διαδικασία εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (βλ. τις υπ` αριθμ. 1229β/18-2-2004 και 1232β`/19-2-2004 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Παν. Ψαθά, καθώς και την υπ`αριθμ. 68546/2-3-2004 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Ηρακλή Δ. Δαριβιανάκη σε συνδυασμό με την από 28-3-2005 μονομερή δήλωση διαπίστωσης αποτυχίας απόπειρας συμβιβασμού, από την οποία προκύπτει ότι οι εναγόμενοι δεν
προσήλθαν για να μετάσχουν στην απόπειρα, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, πρέπει να εξεταστεί, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 Ν. 146/1914, οι αξιώσεις για παράλειψη ή αποζημίωση, που πηγάζουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, παραγράφονται μετά από έξι μήνες από το χρονικό σημείο, κατά το οποίo αυτός που έχει την αξίωση έλαβε γνώση της πράξης και του υπεύθυνου προσώπου και πάντως μετά την παρέλευση τριών ετών, αφότου έγινε η πράξη. Επί καταστάσεως διαρκούς προσβολής, τελούμενης προς το σκοπό ανταγωνισμού, η
παραγραφή της αξίωσης προς παράλειψη αρχίζει από το χρονικό σημείο της γνώσης του υπευθύνου προσώπου και της πράξης, δηλαδή αφότου γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Η έναρξη της παραγραφής για καταστάσεις διαρκούς προσβολής τοποθετείται συνεπώς, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο
συνέτρεξαν τα ως άνω στοιχεία της γνώσης. Η εξάμηνη παραγραφή της αξίωσης προς αποζημίωση αρχίζει από τη γνώση της πράξης, του δράστη και της ζημίας. Και,τέλος, η παραγραφή της αξίωσης προς άρση και ανάκληση της προσβολής, αρχίζει από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο προσβληθείς έλαβε γνώση της
πράξης, του υπεύθυνου προσώπου και της συνέχισης ή της δυνατότητας της επιβλαβούς κατάστασης. Αντίθετη άποψη, η έναρξη δηλαδή της παραγραφής από το τέλος της κατάστασης διαρκούς προσβολής, οδηγεί στο απαράγραπτο της εν λόγω αξίωσης, αντίκειται δε στη ρητή και ουσιαστική επιταγή του νόμου για ταχεία εκκαθάριση των σχετικών αξιώσεων, αφού θα, προκαλούσε τη ματαίωση του σκοπού της βραχυπρόθεσμης παραγραφής (ΑΠ 708/1990 ΕΕΝ 1992. 234, Θανάσης Λιακόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, Αθήνα 2000, σελ. 120, contra ΑΠ 784/1986 ΝοΒ 36. 742, ΠΠρΑΘ 49/1991 Δ 1992. 255, βλ. Αγγελική Γκούσκου στο συλλογικό έργο "Αθέμιτος Ανταγωνισμό", επιμέλεια Ν. Ρόκα, Αθήνα 1996, σελ. 422).
Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με
την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής μ` αυτήν που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της ως βραχυπρόθεσμη ή συνήθης, ευθύς από την αγωγή αυτή, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και αμέσως μετά την
επιχείρηση αυτή αρχίζει νέα ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου που ισχύει γι` αυτή, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής της πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Επομένως, εφόσον η αξίωση καταστεί
επίδικη, η παραγραφή μπορεί να συμπληρωθεί και σε επιδικία, αν οι διάδικοι απρακτούν (ΑΠ 1277/2003 ΧρΙΔ 2004. 215.). Περαιτέρω, ο νόμος 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού εισάγει ειδικές αδικοπραξίες, σε σχέση με το άρθρο 914 ΑΚ, η δε εφαρμογή των ειδικών διατάξεων του νόμου αυτού, μεταξύ των οποίων και των άρθρων 1 και 13, εκτοπίζει τη γενική αδικοπρακτική διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η συρροή αυτών των διατάξεων και συνεπώς, και η εφαρμογή της μακρύτερης πενταετούς παραγραφής του άρθρου 937 ΑΚ (βλ. και ΠΠρΑΘ 609/2003 ΕΕμπΔ 2003. 419).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται παραδεκτώς με τις έγγραφες προτάσεις του, ότι η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας υπέκυψε σε παραγραφή, καθώς από το χρόνο της κοινοποίησης της αγωγής σ` αυτόν στις 18.2.2004 έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όταν αυτή εκφωνήθηκε από σειρά του πινακίου στις 13.4.2005, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών. Ο ισχυρισμός του
πρώτου εναγομένου αποτελεί καταλυτική της αγωγής ένσταση, η οποία είναι νόμω βάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 Ν. 146/1914. Η ενάγουσα, ισχυρίζεται παραδεκτός με την προσθήκη των προτάσεων της, ότι η εξάμηνη παραγραφή, η οποία άρχισε εκ νέου, μετά την διακοπή της παραγραφής με την
κοινοποίηση της αγωγής, ανεστάλη, κατά τη διάταξη του άρθρου 255 εδ. α` ΑΚ, καθόσον επί της κρινόμενης αγωγής της προσδιορίστηκε η παρούσα δικάσιμος από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα, λόγω έλλειψης προγενέστερης ελεύθερης δικασίμου, ο προσδιορισμός της οποίας δεν εξαρτάται από αυτήν, το γεγονός δε αυτό συνιστά λόγο ανωτέρας βίας. Περαιτέρω, η ενάγουσα, ισχυρίζεται επίσης παραδεκτώς με την προσθήκη των προτάσεων της, ότι οι αξιώσεις της στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, επί των οποίων ισχύει η πενταετής
παραγραφή της διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ και όχι η εξάμηνη του άρθρου 19 Ν. 146/1914.
Ο πρώτος ισχυρισμός της ενάγουσας, είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν ανωτέρα βία, καθόσον αν η ενάγουσα είχε επισημάνει κατά την κατάθεση της αγωγής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και τον προσδιορισμό της δικασίμου τον κίνδυνο παραγραφής, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, γεγονός
όμως που δεν επικαλείται ότι έπραξε, θα είχε προσδιοριστεί η εκδίκαση της αγωγής της σε χρόνο προγενέστερο εκείνου της παραγραφής. Ακόμη, μπορούσε η ενάγουσα να αποτρέψει τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής με την επίδοση της
αγωγής στον πρώτο εναγόμενο σε χρόνο που θα απέτρεπε τη συμπλήρωση της παραγραφής εν επιδικία (βλ. και ΕφΘεσ 2126/2000 ΔΕΕ 2001. 282).
Ο δεύτερος ισχυρισμός της ενάγουσας τυγχάνει νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι η αγωγή στηρίζεται στις ειδικές διατάξεις του Ν.146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, η εφαρμογή των οποίων εκτοπίζει τη γενική αδικοπρακτική διάταξη
του άρθρου 914 ΑΚ, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η συρροή αυτών των διατάξεων και επομένως ισχύει η εξάμηνη παραγραφή και όχι η πενταετής, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Κατόπιν τούτου, η ένσταση που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου και τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ή ενάγουσα εταιρεία δραστηριοποιείται στον χώρο των εκδόσεων και από το 1995 εκδίδει το εβδομαδιαίο περιοδικό ψυχαγωγικών καταχωρήσεων με τον τίτλο ".. ..", το οποίο έχει γίνει ευρέως γνωστό στο καταναλωτικό κοινό στην Ελλάδα. Την 1-10-1999 καταχώρησε επισήμως τη δικτυακή διεύθυνση ("domain name") ".. .." στο .. .. .., το οποίο ήταν τότε αρμόδιο για τη διαχείριση της εκχώρησης ονομάτων χώρου και κατόπιν, την 26-6-2003 τη δικτυακή διεύθυνση ("domain name") ".. ..". Ο πρώτος εναγόμενος κατοχύρωσε την 28-3-2003 στο ως άνω .. .., τη δικτυακή διεύθυνση ("domain name") ".. .. ..". Η ενάγουσα έλαβε γνώση του υπεύθυνου προσώπου, δηλαδή του πρώτου εναγομένου την 28-1-2004 (βλ. το υπ`αριθμ. 1991/Φ225/28-1-2004 έγγραφο της .. .. .. , και προέβη στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής την 17-2-2004. Ακολούθως, την 18-2-2004 κοινοποίησε προς τον πρώτο εναγόμενο την κρινόμενη αγωγή της (βλ. το προσκομιζόμενο από τον πρώτο εναγόμενο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής και την πάνω σ` αυτό σχετική σημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή Δημητρίου Π. Ψαθά σε συνδυασμό με την υπάρχουσα στο πίσω μέρος του δικογράφου από 17-2-2004 παραγγελία του δικηγόρου του ενάγοντος .. ..), ενώ έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όταν αυτή εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου στη δικάσιμο που αναφέρεται παραπάνω, δηλαδή την 13-4-2005, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, χωρίς να λάβει χώρα κάποιο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός από τα αναφερόμενα στις διατάξεις των άρθρων 260 επ. ΑΚ. Συνεπώς, η αξίωση της ενάγουσας, η οποία απορρέει από τις διατάξεις περί αθεμίτου ανταγωνισμού έχει υποπέσει στη βραχυπρόθεσμη εξάμηνη παραγραφή της διάταξης άρθρου 19 του Ν.146/1914. Στη συνέχεια, αφού αποδείχθηκε όπ η άσκηση της αξίωσης της ενάγουσας από τον αθέμιτο ανταγωνισμό έναντι του πρώτου εναγομένου εμποδίζεται λόγω της παραγραφής, δεν θεμελιώνεται και δικαίωμα της ενάγουσας να στραφεί κατά της τρίτης εναγομένης και να ζητήσει να απενεργοποιήσει αυτή την ανωτέρω διαδικτυακή διεύθυνση (domain name),την οποία διατηρεί ο πρώτος εναγόμενος.
Κατόπιν όλων των προεκτιθεμένων, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο ως παραγεγραμμένη αφού προηγουμένως γίνει δεκτή η ένσταση παραγραφής ως ουσιαστικά βάσιμη και ως προς την τρίτη εναγομένη ως αβάσιμη κατά την ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων,διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 τελ- εδ. ΚΠολΔ. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται για το απολειπόμενο δεύτερο εναγόμενο, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απορριπτικής γι` αυτό απόφασης (άρθρο 68ΚπολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του δευτέρου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 2005.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 28 Ιουλίου 2005.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια