Σεξουαλική Παρενόχληση
cyberlaw — Fri, 10/11/2017 - 11:38
Με αφορμή τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης και το άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου στην Athens Voice, Κάποιες σκέψεις για την σεξουαλική παρενόχληση, κάποιες σκέψεις επιπλέον στο θέμα και κάποιες διευκρινίσεις:
Η έννοια της σεξουαλικής παρενόχλησης ορίζεται στο νόμο: “σεξουαλική παρενόχληση” είναι “όταν εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με την δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος” (α.2 Ν.3896/2010).
Ο νόμος 3896/2010 ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την ευρωπαϊκή οδηγία 54/2006 και ως συνήθως αρκετά ανεπιτυχώς. Από την μία πλευρά υιοθέτησε τον ευρύ ορισμό της σεξουαλικής παρενόχλησης (α.2) απέτυχε όμως να τον ενσωματώσει στον ποινικό κώδικα, στον οποίο εισήγαγε μια ειδική μορφή της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας (α.337 ΠΚ)!
Ως αποτέλεσμα διαθέτουμε μεν έναν ευρύ ορισμό της έννοιας της σεξουαλικής παρενόχλησης, ποινικά όμως διώκουμε μόνο την “προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας” στον χώρο εργασίας. Και μάλιστα αυτό έγινε παρόλο που αρχικά το άρθρο 337 ΠΚ (“προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας”) είχε κριθεί ανεπαρκές για να ρυθμίσει τα αδικήματα των διακρίσεων λόγω φύλου στα οποία εντάσσεται και η σεξουαλική παρενόχληση. Το άρθρο 337 ΠΚ έχει ως εξής: “Οποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.” Επιπλέον όποιος τελεί την ανωτέρω πράξη “εκμεταλλευόμενος την εργασιακή θέση του παθόντος ή τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας διώκεται κατ` έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι (6) μήνες μέχρι τρία (3) έτη και με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ.”
Η διαφορά των ορισμών της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας και σεξουαλικής παρενόχλησης όπως αποτυπώθηκαν στην ελληνική νομοθεσία είναι μεγάλη. Πρώτα από όλα με την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας διώκονται μόνο οι ασελγείς χειρονομίες και οι προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις”, αντί για την “οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς”. Επίσης η διάταξη του άρθρου 337 απαιτεί να “προσβάλλεται βάναυσα η αξιοπρέπεια” του άλλου ενώ η οδηγία ορίζει ως σεξουαλική παρενόχληση οποιαδήποτε συμπεριφορά είναι “ανεπιθύμητη” και έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα “την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου”, ακόμη δηλαδή και χωρίς να είναι βάναυση. Για όποιον θεωρεί αυτά ψιλά γράμματα, αναφέρομαι στην απόφαση του Αρείου Πάγου 844/2001, με την οποία ο ΑΠ ιδιατέρως προβληματίστηκε για το αν ο προϊστάμενος νέας εργαζόμενης “είχε πιάσει το στήθος της κοπέλας προκλητικά” ή αν “την είχε αγκαλιάσει κάτω από το στήθος λέγοντάς της παράλληλα, «άφησέ με να αγγίξω το στήθος σου», γιατί κατά την γνώμη του δικαστηρίου το ένα θα ήταν βάναυση προσβολή, ενώ το άλλο όχι!
Πέραν των νομικών λεπτών διακρίσεων: Ακούγεται πολύ συχνά η άποψη ότι οι γυναίκες υπερβάλλουν και ότι μια χαρά μπορούν να αμυνθούν ακόμη και “με την αρχαιότερη χειρονομία του κόσμου”, δηλαδή το χαστούκι σε αυτόν που τις παρενοχλεί. Επίσης έχει γίνει αναφορά και στον φόβο της “κανονικοποίησης” με την έννοια “της αυστηρής εφαρμογής πρωτοκόλλου στις ερωτικές σχέσεις που μπορεί να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση, δυσπιστία και φοβίες σε αμφότερες πλευρές”. Θα πρέπει να γίνει νομίζω σαφές ότι όταν μιλάμε για σεξουαλική παρενόχληση, δεν μιλάμε για την σεξουαλική προσέγγιση περαστικού σε διαβάτισσα. Μιλάμε για ανεπιθύμητη σεξουαλική συμπεριφορά στον χώρο εργασίας. Ο χώρος εργασίας είναι εξ ορισμού χώρος όπου υπάρχει προφανής ανισότητα, γι’αυτό και έχει θεσπιστεί πλήθος διατάξεων που προστατεύουν τον εργαζόμενο από κάθε συμπεριφορά που λόγω της προφανούς θέσης ανισότητας στην οποία βρίσκεται, μπορεί να να προσβάλει τα δικαιώματα ή την προσωπικότητά του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η συναίνεση του εργαζομένου στην χρήση προσωπικών του δεδομένων, η οποία στο πλαίσιο σχέσης εργασίας πρέπει να ελέγχεται κατά πόσον δίνεται ελεύθερα.
Στον χώρο εργασίας θα επιμείνω λοιπόν ότι δεν έχει θέση καμία συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα, όπως και καμία διάκριση λόγω φύλου. Η “αντρική στάση” μπορεί να εκδηλωθεί στο μπαρ αν βρίσκει γόνιμο έδαφος, αλλά όχι στον χώρο εργασίας.
Όσο για την μεγάλη δημοσιότητα που λαμβάνουν τα θέματα αυτά και τις αμφιβολίες που δημιουργούνται σε πολλούς περί του αν συνέβησαν ή όχι αυτά τα περιστατικά, το αν συνέβησαν ή όχι, θα κριθεί από το αρμόδιο κάθε φορά δικαστήριο. Ο φερόμενος ως θύτης άλλωστε έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα για την προστασία του. Η δημοσιότητα όμως αναδεικνύει ένα πρόβλημα που υπάρχει και που είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπιστεί από τα θύματα. Και αν αυτό οδηγεί σε εκφοβισμό των εργοδοτών ή όπως δάβασα σε ένα σχόλιο σε “βαθιά λύπηση για τους ισχυρούς άνδρες, καθώς πρέπει να φοβούνται και να φυλάγονται από ένα πλήθος υστερικών και υστερόβουλων γυναικών”, ας είναι. Οι ισχυροί άνδρες δεν έχουν ανάγκη από λύπηση ούτε από την προστασία της κοινής γνώμης, έχουν όλα τα μέσα να προστατευτούν επαρκώς. Αυτοί που έχουν ανάγκη είναι τα θύματα, που πολύ συχνά αδυνατούν να καταγγείλουν την πράξη ή να αφήσουν την δουλειά τους. Όποιος έχει λόγο να φοβάται, να φοβάται λοιπόν. Και οι εργοδότες να μην αισθάνονται την ελευθερία να εκφράζονται στις εργαζόμενές τους με την ισχύ που τους δίνει η θέση εξουσίας, αλλά με τον σεβασμό που απαιτεί η εργασιακή σχέση.
(Για όποιον θέλει να εντρυφήσει στην υιοθέτηση της οδηγίας 54/2006 από τον Έλληνα νομοθέτη προτείνω την προσέγγιση της Ε.Συμεωνίδου-Καστανίδου και το άρθρο της Βασιλικής Μελέτη, στο οποίο είναι πολύ ενδιαφέρουσα η παρουσίαση των διαφορών με τις οποίες εισήχθη η οδηγία στα νομοθετικά corpora των κρατών μελών της ΕΕ)
- cyberlaw's blog
- Login to post comments