ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ
cyberlaw — Sat, 16/01/2021 - 14:09
Τι ισχύει στο εξωτερικό
Το ασυμβίβαστο ισχύει σε πολλές χώρες του κόσμου και όχι μόνο στην Ελλάδα. Είτε ως ρητή αναφορά ότι ο δικηγόρος δεν επιτρέπεται να ασκεί καμία άλλη δραστηριότητα ή επάγγελμα, είτε με πιο αόριστες διατάξεις οι οποίες αφήνουν το περιθώριο άλλης απασχόλησης αλλά υπό περιορισμούς.
Αναγνωρίζεται επίσης από τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος κάνει ρητή αναφορά στο ασυμβίβαστο (α.2.5) με όποια έννοια έχει αυτό στα διαφορετικά κράτη μέλη, ορίζοντας ότι πρέπει να γίνεται σεβαστό από τους δικηγόρους που θέλουν να ασκήσουν το επάγγελμά τους σε άλλη χώρα.
Σε όλες επίσης τις χώρες υπάρχει διάταξη στον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγόρων με την οποία ορίζεται ότι δεν μπορούν να αναλαμβάνουν καθήκοντα που θίγουν την αξιοπρέπεια και την φήμη του δικηγορικού επαγγέλματος.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγόρων στην Ελλάδα
Σήμερα στην Ελλάδα ισχύει το μερικό ασυμβίβαστο της δικηγορικής ιδιότητας με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, το οποίο δεν είναι και τόσο ασφυκτικό όσο το παρουσιάζουν πολλοί, συνάδελφοι και μη. Οι δραστηριότητες που επιτρέπονται στους δικηγόρους διευρύνθηκαν ήδη πολύ με την τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας το 2013. Σύμφωνα με το νέο Κώδικα, οι δικηγόροι μπορούν παράλληλα με την άσκηση δικηγορίας να διδάσκουν, να ασχολούνται με την έρευνα, τις τέχνες, τον πολιτισμό, την δημοσιογραφία, την συγγραφή και έκδοση βιβλίων, και να είναι διαχειριστές σε αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, να είναι πραγματογνώμονες, τεχνικοί σύμβουλοι, εκκαθαριστές. Επιτρέπεται επίσης να είναι μέτοχοι σε εταιρείες. Τέλος με την παρ. ι του άρθρου 8 του Κώδικα, επιτρέπεται “Κάθε άλλη δραστηριότητα που δεν υπάγεται στις διατάξεις για την αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας και για την πλήρη ή μερική αναστολή της άσκησης του λειτουργήματος του δικηγόρου.” Με άλλα λόγια, το ασυμβίβαστο στην Ελλάδα έχει πολύ περιορισμένη έννοια απαγορεύοντας στους δικηγόρους μόνο συγκεκριμένες ιδιότητες και επαγγέλματα.
Οι περιπτώσεις που συνεπάγονται την αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας ορίζονται στο άρθρο 7 του Κώδικα και είναι σε ό,τι αφορά το ασυμβίβαστο: η υπαλληλική σχέση, η εμπορική ιδιότητα, η άσκηση καθηκόντων διευθύνοντος συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή, εκπροσώπου σε κεφαλαιουχική ή προσωπική επιχείρηση, και η άσκηση εμπορίας, μεσιτείας ή άλλου επαγγέλματος και εργασίας το οποίο δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα.
Ομολογουμένως το άρθρο 63 του παλιού Κώδικα Δεοντολογίας ήταν σαφέστερο ορίζοντας ότι είναι ασυμβίβαστες προς το λειτούργημα του δικηγόρου, “η άσκηση ετέρας επιστήμης, τέχνης ή εμπορίας και ιδίως μεσιτείας όπως και κάθε εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση απάδουσα εις την αξιοπρέπεια ή την ανεξαρτησία αυτού.” Ήταν σαφέστερο γιατί περιείχε όχι μόνο τις εργασίες που απάδουν προς την αξιοπρέπεια αλλά και προς την ανεξαρτησία του δικηγόρου.
Η ανεξαρτησία του δικηγόρου
Αλλά φαίνεται πως η έγνοια για την ανεξαρτησία του δικηγόρου μας τελείωσε κατά την τελευταία τροποποίηση. Καινοφανές μεν αλλά πραγματικό και αποκαλυπτικό γεγονός, ο ελληνικός κώδικας δεοντολογίας δικηγόρων ίσως να είναι ο μοναδικός κώδικας δεοντολογίας δικηγόρων στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο που δεν κάνει καμία αναφορά πλέον στην ανεξαρτησία του δικηγόρου! Σχετική αναφορά υπάρχει γενικώς και αορίστως μόνο στο όχι και πολύ επιτυχώς συντεταγμένο άρθρο 2 του ΚΔΔ: Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της. Ισότιμη με τι και ανεξάρτητη από τι είναι η θέση του δικηγόρου για την απονομή της δικαιοσύνης, το αφήνει ο Κώδικας στην φαντασία μας.
Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας
Αντίθετα με κάθε άλλον κώδικα δεοντολογίας δικηγόρων στην ΕΕ και τον ίδιο τον ευρωπαικό κώδικα δεοντολογίας δικηγόρων, ο οποίος απολύτως συγκεκριμένα ορίζει ότι μία από τις θεμελιώδεις αρχές είναι η ανεξαρτησία του δικηγόρου και η ελευθερία να υπερασπίζεται τον εντολέα του. Και αναλύει αυτήν την αρχή ως εξής: “ένας δικηγόρος πρέπει να είναι ελεύθερος -πολιτικά, οικονομικά και διανοητικά- να ασκεί τις δραστηριότητές του σε ό,τι αφορά την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης και την εκπροσώπηση του εντολέα του. Αυτό σημαίνει ότι ο δικηγόρος πρέπει να είναι ανεξάρτητος από το κράτος και από άλλα ισχυρά συμφέροντα, και δεν πρέπει να επιτρέπει την διαπραγμάτευση της ανεξαρτησίας του από ανάρμοστη πίεση από επαγγελματίες συνεργάτες. Ο δικηγόρος πρέπει επίσης να παραμένει ανεξάρτητος από τον εντολέα του εάν επιθυμεί ο δικηγόρος να χαίρει εμπιστοσύνης από τρίτους και από τα δικαστήρια. Πράγματι χωρίς αυτήν την ανεξαρτησία από τον εντολέα, δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση για την ποιότητα του έργου του δικηγόρου. Η ιδιότητα μέλους του δικηγόρου σε ένα ελεύθερο επάγγελμα και η εξουσία που απορρέει από αυτήν την ιδιότητα μέλους βοηθά στην διατήρηση της ανεξαρτησίας, και οι δικηγορικοί σύλλογοι πρέπει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο και να βοηθήσουν ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των δικηγόρων.”
Σε επόμενο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στην αρχή της ανεξαρτησίας του δικηγόρου, ο ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας αναφέρει ότι “τα πολλαπλά καθήκοντα στα οποία υπόκειται ο δικηγόρος απαιτούν την απόλυτη ανεξαρτησία του δικηγόρου, πέρα από κάθε άλλη επιρροή, ειδικότερα δε από επιρροές που μπορεί να προκύψουν από τα προσωπικά του συμφέροντα ή από εξωτερική πίεση. Η ανεξαρτησία αυτή είναι τόσο απαραίτητη για την ύπαρξη εμπιστοσύνης κατά την απονομή της δικαιοσύνης όσο και η αμεροληψία του δικαστή. Επομένως ο δικηγόρος πρέπει να αποφεύγει κάθε εξασθένιση της ανεξαρτησίας του και να φροντίζει να μη συμβιβάζεται ως προς τα επαγγελματικά του κριτήρια προκειμένου να ικανοποιήσει τον εντολέα του, το δικαστήριο ή τρίτους…. Οι συμβουλές που παρέχονται από ένα δικηγόρο στον εντολέα του δεν έχουν καμία αξία αν ο δικηγόρος τις δίνει απλά για να επισύρει την εύνοια κάποιου, να εξυπηρετήσει τα ατομικά του συμφέροντα ή για να ανταποκριθεί σε εξωτερικές πιέσεις.”
Σχετικά με την κατάργηση του ασυμβιβάστου
Είναι σαφές σε κάθε Κώδικα Δεοντολογίας ότι οι διατάξεις περί της ανεξαρτησίας του δικηγόρου και οι διατάξεις για το ασυμβίβαστο, δεν έχουν τεθεί για την προστασία ή την διευκόλυνση των ίδιων των δικηγόρων αλλά για την προάσπιση των συμφερόντων του δικηγορικού σώματος ως συνόλου. Όχι για την οικονομική αποκατάσταση των δικηγόρων αλλά για την εξασφάλιση της ακεραιότητας τους και της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς. Τίθενται δηλαδή αυτοί οι κανόνες όχι για τα συντεχνιακά συμφέροντά μας ως κλάδου, για την οικονομική μας ευμάρεια και την εξασφάλιση της πελατείας μας ή του εισοδήματος μας αλλά για την προάσπισή μας από πάσης φύσεως συμφέροντα ακόμη και ατομικά δικά μας έναντι των καθηκόντων μας ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης.
Οι Κώδικες Δεοντολογίας δεν τίθενται για να μας εξυπηρετούν και να μας διευκολύνουν αλλά για να μας προστατεύουν και να θέτουν όρια στην άσκηση της επαγγελματική μας δραστηριότητας, τέτοια που να απολαμβάνουμε την εμπιστοσύνη των θεσμών και των εντολέων μας, γιατί ακριβώς δεν αποσκοπούμε με το επάγγελμα αυτό στο κέρδος αλλά στην συμμετοχή μας στην απονομή της δικαιοσύνης υπηρετώντας την.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πιστεύω ότι κατάργηση του ασυμβιβάστου δεν πρόκειται να ωφελήσει το δικηγορικό σώμα, ούτε να εμπνεύσει περισσότερη εμπιστοσύνη στους πολίτες για εμάς τους δικηγόρους. Πώς ακριβώς θεωρούμε ότι είναι ανεξάρτητος στην άσκηση των καθηκόντων του ένας δικηγόρος που υπερασπίζεται πελάτες του από την έτερη επαγγελματική του δραστηριότητα; Πώς θα είναι ανεξάρτητος στα καθήκοντά του ένας μεσίτης δικηγόρος που προσπαθεί να πωλήσει ακίνητα, τα οποία ταυτόχρονα ελέγχει και παρίσταται στα σχετικά συμβόλαια; Είναι γνωστό σε όσους από εμάς ασχολούμαστε με τα προσωπικά δεδομένα, ότι η θέση του Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων μιας επιχείρησης είναι ασυμβίβαστη με την θέση του νομικού συμβούλου της ίδιας επιχείρησης, καθώς είναι αδύνατον να ελέγχει ο ίδιος τον εαυτό του. Αλλά πώς είναι τότε δυνατόν ο δικηγόρος να υπερασπίζεται τις διαφορές από πρόστιμα π.χ. που έχουν επιβληθεί στον εντολέα του ο οποίος είναι ταυτόχρονα πελάτης του λογιστικού του γραφείου;
Ακόμη και αν δεν μας ενδιαφέρει το θέμα της ανεξαρτησίας μας, που δεν το κατανοώ, πώς στ’αλήθεια περιμένουμε ότι η άρση του ασυμβίβαστου θα ωφελήσει οικονομικά τον κλάδο; Θα εξυπηρετήσει εκείνους που δεν μπορούν να βιοποριστούν αποκλειστικά από το επάγγελμα του δικηγόρου; Όχι απαραίτητα. Θα τους δώσει βέβαια προσωρινά αυτήν την δυνατότητα αλλά έτσι δεν θα αφιερώσουν στο επάγγελμά μας τον χρόνο, την μελέτη και την αφοσίωση που απαιτεί. Μακροπρόθεσμα θα προοδεύσουν λιγότερο στην δικηγορία από ό,τι αν ήταν η μοναδική τους δραστηριότητα. Ως σώμα θα διαθέτουμε λιγότερη εμπειρία, λιγότερη γνώση και μικρότερη επιμονή, αφού θα μπορούμε να βγάζουμε τα προς το ζην και από αλλού, και αυτό το αλλού θα απαιτεί επίσης χρόνο και ενέργεια.
Σχετικά με τις αμοιβές:
Νομίζω πως η άρση του ασυμβιβάστου θα είναι το τελικό πλήγμα στην μείωση των αμοιβών μας. Γιατί πολλές εργασίες θα συγκεντρωθούν σε μεγάλες εταιρείες με παράλληλη δραστηριότητα (λογιστικά, ακίνητα κ.τ.λ.) με αποτέλεσμα να προσφερονται είτε ως “πακέτο” είτε σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές, π.χ. μισθωτήρια συμβόλαια από μεσίτες δικηγόρους, έλεγχοι τίτλων και παραστάσεις σε συμβόλαια σε προνομιακές τιμές προκειμένου να επιτευχθεί η πώληση του ακινήτου, κ.α.
Προτάσεις (οι δύο πρώτες προτάσεις δεν είναι δικές μου σκέψεις αλλά τις συμμερίζομαι):
- Καθετοποίηση των εργασιών μας σε σχέση με άλλους κλάδους. Σε συνεννόηση με τους συλλόγους των λογιστών, μεσιτών κ.τ.λ. να σταματήσει η ανάμειξη των επαγγελματιών του ενός κλάδου στις εργασίες του άλλου. Να μην κάνουνε οι λογιστές καταστατικά εταιρειών, μισθωτήρια, οι μεσίτες ελέγχους ακινήτων, να μην κάνουμε εμείς ενάρξεις στην εφορία, μεσιτείες, κ.τ.λ.
- Να είναι υποχρεωτική η αναγραφή της δεύτερης ιδιότητας ή άλλου χαρακτηριστικού (π.χ. της λέξης “δικολάβος” ή άλλης) δίπλα στην λέξη δικηγόρος γι’αυτούς που ασκούνε και δεύτερο επάγγελμα, ώστε να υπάρχει η απαραίτητη διαφάνεια προς τους πελάτες.
- Να έχουν διαφορετικό σύλλογο οι ασκούντες άλλα επαγγέλματα από τον δικηγορικό σύλλογο. Δεν βλέπω γιατί κάποιος που βιοπορίζεται από άλλο επάγγελμα θα πρέπει να εκλέγει και να εκλέγεται σε οργανα που επηρεάζουν και όλους τους υπόλοιπους που ασκούνε μόνο δικηγορία. Είναι προφανές ότι οι ανάγκες και οι επιδιώξεις μας δεν θα είναι ίδιες.
- Να μην επιτρέπεται να αναλαμβάνει κανείς υποθέσεις των πελατών του από το δεύτερό του επάγγελμα ως δικηγόρος. Φαντάζομαι ότι όλοι αντιλαμβάνεστε πόσο αντίθετο είναι στις βασικές αρχές της ανεξαρτησίας και της αποφυγής συγκρούσεως συμφερόντων το να αναλαμβάνεις ως μεσίτης την αγορά ακινήτου και να την ελέγχεις και ως δικηγόρος… (θεμελιώδεις αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγόρων ΕΕ).
- Να θεσπιστούν αυστηρότερα κριτήρια στην απόκτηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος για τους δικηγόρους, αυξημένες αμοιβές και ανά διαστήματα εξετάσεις ή άλλος τρόπος απόδειξης της διαρκούς κατάρτισης και εμπειρίας.
- cyberlaw's blog
- Login to post comments